- διανεμητικός
- -ή, -όαυτός που διαθέτει την ιδιότητα να μοιράζει: Διανεμητικά αριθμητικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διανεμητικός — distributive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητικός — ή, ό (Α διανεμητικός, ή, όν) [διανέμω] 1. ικανός να διανέμει το σύνολο ή μέρος τού συνόλου, μεριστικός 2. αυτός που μπορεί να διανεμηθεί νεοελλ. φρ. διανεμητικά αριθμητικά α) στην Αρχαία Ελληνική, σύνθετα αριθμητικά που σχηματίζονται με την… … Dictionary of Greek
διανεμητικόν — διανεμητικός distributive masc acc sg διανεμητικός distributive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητικαί — διανεμητικός distributive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητικοῖς — διανεμητικός distributive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητικοί — διανεμητικός distributive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητικοῦ — διανεμητικός distributive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητικῆς — διανεμητικός distributive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητική — διανεμητικός distributive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανεμητικήν — διανεμητικός distributive fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)